Λεονίντ Μπορίσοφ Χωρίς Τίτλο
Ανοίγω το φρεάτιο και τους παρατηρώ. Δεν κουβαλούν το φορτίο της καθημερινότητας. Κατά έναν παράδοξο τρόπο τίποτα δεν φαίνεται να βαραίνει το βηματισμό τους. Δεν έχουν έγνοια καμμιά για τροφή, ύπνο, θαλπωρή. Δεν κοιτάζονται μεταξύ τους, δεν μιλούν. Σιωπηλοί βαδίζουν με πρόσωπα ανέκφραστα, πιστεύοντας πως κάποιος φαουστίνος στο τέλος της διαδρομής θα ορίσει την μάσκα που θα φορέσουν.
Δεν σκέπτονται, από καιρό έχουν απαλλαγεί. Μαύρα τεράστια έντομα σε μια διαδρομή έργου χωρίς έργο, χωρίς σκοπό. Σκοτάδι γύρω τους, η μόνη τους παροχή και εφόδιο για το δρόμο. Και διαρκώς από τους λαβύρινθους του υπονόμου προβάλλουν νέες και νέες φιγούρες, μπαίνουν με τάξη στη σειρά και οδεύουν. Και η στρατιά πληθύνεται όλο και πιο πολύ. Και κατά τη φορά του υπονόμου πορεύεται.
Πολύτιμη πρώτη ύλη για το εργοστάσιο της βαρβαρότητας...
Κλείνω το καπάκι...Τα μάτια μου αρνούνται να δούν. Φιγούρες που στάθηκαν για μια στιγμή στο δρόμο μας, πέρασαν δίπλα μας, δίπλα από το φώς, κυκλοφόρησαν ανάμεσά μας, τώρα επανδρώνουν τις στρατιές του μεφίστο. Για το έπαθλο, ένα ξίφος ή ένα μαχαίρι. Θα παραδοθεί στο τέρμα του δρόμου τους, από τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή, σε όσους πιστέψουν ότι η αποκοτιά και η ανημπόρια τους ήλθε από τον ουρανό. Σε όσους πιστέψουν ότι είναι οι εκλεκτοί απόγονοι. Σ' αυτούς θα τάξουν και την αιώνια νεότητα, ταμάμ με τα χρόνια του βασιλείου.
Οι υπόλοιποι επανεξεταστέοι: θα ξεχυθούν στη θάλασσα που θα τους ξεβράσει στα ποτάμια, τα ποτάμια στις λίμνες, οι λίμνες στο χώμα. Να φυτρώσει ο σπόρος τους, να σκοτεινιάσει ο ήλιος, να σιγήσει η ύπαρξη. Και ξανά στη μήτρα της τερατογένεσης.
Ηττημένες ψυχές, στρατολογήθηκαν στα τάγματα του μεφίστο, δωρίζοντάς του την άχρωμη ζωή τους, δώρο μα και όπλο φονικό σε επτάχερα σώματα, ένα να δείχνει τα θύματά τους και έξι για να σφάζουν. Ά-χρονα σώματα που καταγράφεται η ύπαρξή τους στο μπόϊ της σκιάς τους στο σκοτάδι. Που κάθε τους κύτταρο νέκρωσε τις αισθήσεις, φράζοντας κάθε δίοδο προς την ψυχή, έχτισε τοίχο γύρω της για να σκεδάζεται μακρυά το φώς.
Ψυχές νεκρές από ασφυξία σκότους. Που κατέφυγαν στο ψέμα, στην εξοικονόμηση του ταπεινού, που δεν μοιράστηκαν πόνο, χαρά, θλίψη, αγωνίες. Που παραδόθηκαν στο φόβο, που αγκάλιασαν την ήττα για να επιζητήσουν τη ρεβάνς από το ανύπαρκτο παρελθόν τους. Που ζήσαν σε βάλτους ερήμωσης, στους οποίους θέλουν να επιστρέψουν θριαμβευτές με το ξίφος στο χέρι.
-Ξεπουλήσαμε, ξεπουλήσαμε !
φώναξε ο υπηρέτης στον μεσίτη νεκρών ψυχών Τσίτσικοφ*
-Κάνεις λάθος αγαπητέ μου, τούτο το αρχοντικό έχει ακόμη εμπόρευμα.
Σκυφτός ο υπηρέτης που τούρθαν τα μαύρα μαντάτα. Τ' αφεντικά στην κρίση πουλάνε και τη μάνα τους, σκέφτηκε, επομένως σειρά έχω εγώ.
-Μα όχι, εγώ δεν ξεπουλιέμαι έκραξε στο μεσίτη.
-Όχι αγαπητέ μου εσύ, η κυρά σου όμως ; Αν κι' εδώ που τα λέμε και σύ δεν θάλεγες όχι σε τόσα τάλαντα, συμπλήρωσε σαρκαστικά ο Τσίτσικοφ.
*Τσίτσικοφ, ήρωας στις Πεθαμένες Ψυχές του Ν. Γκόγκολ.
νεκρές ψυχές: οι άνδρες-είλωτες στην τσαρική Ρωσία.
Πολύτιμη πρώτη ύλη για το εργοστάσιο της βαρβαρότητας...
Κλείνω το καπάκι...Τα μάτια μου αρνούνται να δούν. Φιγούρες που στάθηκαν για μια στιγμή στο δρόμο μας, πέρασαν δίπλα μας, δίπλα από το φώς, κυκλοφόρησαν ανάμεσά μας, τώρα επανδρώνουν τις στρατιές του μεφίστο. Για το έπαθλο, ένα ξίφος ή ένα μαχαίρι. Θα παραδοθεί στο τέρμα του δρόμου τους, από τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή, σε όσους πιστέψουν ότι η αποκοτιά και η ανημπόρια τους ήλθε από τον ουρανό. Σε όσους πιστέψουν ότι είναι οι εκλεκτοί απόγονοι. Σ' αυτούς θα τάξουν και την αιώνια νεότητα, ταμάμ με τα χρόνια του βασιλείου.
Οι υπόλοιποι επανεξεταστέοι: θα ξεχυθούν στη θάλασσα που θα τους ξεβράσει στα ποτάμια, τα ποτάμια στις λίμνες, οι λίμνες στο χώμα. Να φυτρώσει ο σπόρος τους, να σκοτεινιάσει ο ήλιος, να σιγήσει η ύπαρξη. Και ξανά στη μήτρα της τερατογένεσης.
Ηττημένες ψυχές, στρατολογήθηκαν στα τάγματα του μεφίστο, δωρίζοντάς του την άχρωμη ζωή τους, δώρο μα και όπλο φονικό σε επτάχερα σώματα, ένα να δείχνει τα θύματά τους και έξι για να σφάζουν. Ά-χρονα σώματα που καταγράφεται η ύπαρξή τους στο μπόϊ της σκιάς τους στο σκοτάδι. Που κάθε τους κύτταρο νέκρωσε τις αισθήσεις, φράζοντας κάθε δίοδο προς την ψυχή, έχτισε τοίχο γύρω της για να σκεδάζεται μακρυά το φώς.
Ψυχές νεκρές από ασφυξία σκότους. Που κατέφυγαν στο ψέμα, στην εξοικονόμηση του ταπεινού, που δεν μοιράστηκαν πόνο, χαρά, θλίψη, αγωνίες. Που παραδόθηκαν στο φόβο, που αγκάλιασαν την ήττα για να επιζητήσουν τη ρεβάνς από το ανύπαρκτο παρελθόν τους. Που ζήσαν σε βάλτους ερήμωσης, στους οποίους θέλουν να επιστρέψουν θριαμβευτές με το ξίφος στο χέρι.
*****
φώναξε ο υπηρέτης στον μεσίτη νεκρών ψυχών Τσίτσικοφ*
-Κάνεις λάθος αγαπητέ μου, τούτο το αρχοντικό έχει ακόμη εμπόρευμα.
Σκυφτός ο υπηρέτης που τούρθαν τα μαύρα μαντάτα. Τ' αφεντικά στην κρίση πουλάνε και τη μάνα τους, σκέφτηκε, επομένως σειρά έχω εγώ.
-Μα όχι, εγώ δεν ξεπουλιέμαι έκραξε στο μεσίτη.
-Όχι αγαπητέ μου εσύ, η κυρά σου όμως ; Αν κι' εδώ που τα λέμε και σύ δεν θάλεγες όχι σε τόσα τάλαντα, συμπλήρωσε σαρκαστικά ο Τσίτσικοφ.
*****
Ό,τι αντέχουμε στο χρόνο, αγκαλιάζεται με το φώς. Ταξιδεύοντας, το φώς ν' αγγίξει, πορεύθηκε η ανθρωπότητα, απέχτησαν νόημα οι λέξεις, νοηματοδοτήθηκε η ζωή. Κι' αν έχουμε κάτι να αφηγηθούμε στις ώρες της Σιωπής μας, είναι ότι κρατήσαμε το Χρόνο ανάμεσα στις παλάμες μας, είναι που οι λέξεις μας δεν γίναν κόκκος άμμου σ' ένα τοπίο ερήμου.
νεκρές ψυχές: οι άνδρες-είλωτες στην τσαρική Ρωσία.
1 σχόλιο:
Κι' αν έχουμε κάτι να αφηγηθούμε στις ώρες της Σιωπής μας, είναι ότι κρατήσαμε το Χρόνο ανάμεσα στις παλάμες μας, είναι που οι λέξεις μας δεν γίναν κόκκος άμμου σ' ένα τοπίο ερήμου.
Απ' αυτό το υπέροχο κείμενο κρατάω το τελευταίο κομμάτι.
Ηλιόλουστο γλυκό-χάραμα να έχεις..!!
Δημοσίευση σχολίου