αύγουστος 2012
Πέρασα προχθές και πάλι, μα οι γλάστρες με τα βασιλικά δεν ήσαν πια εκεί. Ούτε ο πρόσχαρος άνθρωπος του φιλόξενου αυτού μαγειριού που χόρταινε στόματα για ογδόντα χρόνια. Αλύμπιστοι καιροί, οι άπιστοι πιότερο. Θέλω πέντε χρόνια για να βγώ στη σύνταξη, θα προλάβω ; μούχε πεί το καλοκαίρι ο κυρ Γιώργος, ο μαγαζάτορας.
Είχε γεννηθεί εδώ στην μικρή πόλη του κάμπου, μα η καρδιά του ήταν αλλού. Γυρόφερνε πίσω, στο χωριό των θρύλλων του, τα Μαγούλιανα, απ' όπου ο παπούς του. Εκείνος, λίγο μετά την μικρασιατική καταστροφή, σαν γύρισε από το στρατό, παντρεύτηκε στο χωριό κι' αμέσως η αγωνία της επιβίωσης τον έσπρωξε στο ξενίτεμα. Δεν αλλοιθώρισε κατά την Αστράλια, ούτε κατά το Μπρούκλι, μα κατά τον κάμπο. Να σκάβει σ' αφράτο χώμα είχε καημό. Μεροκαματιάρης στις σταφίδες τα πρώτα χρόνια, όπως και πολλοί άλλοι από τη Γορτυνία. Η σταφίδα πρόσφερε εννιά μήνες το χρόνο μεροκάματο. Μετά ήταν η γλυκόριζα, η πατάτα. Και το πλούσιο κυνήγι, νύχτα με τις ασετυλίνες για χαμοκέλες. Γή της επαγγελίας καθώς τούχαν τάξει, μα και γή του μόχθου.
Και με τα χρόνια αξιώθηκε να χαρεί τον ιδρώτα των χεριών του. Δικό του χωράφι και σπίτι στη νέα μεριά της πόλης. Χωρίς τα τσεκ των μπρούκλιδων, καθώς έλεγε αυτούς που ξενιτεύτηκαν στην Αμερική. Και σαν στέριωσε στη νέα γή έφερε και την οικογένεια, γυναίκα και τρία παιδιά. Μαράζι το ξενίτεμα, βάσανο το ανέβασμα κάθε τρείς μήνες, να δεί την οικογένεια να μεγαλώνει και να καρτερεί. Ήταν τρία μερόνυχτα το ταξίδι πίσω στο χωριό, με το μουλάρι να κουβαλά πιο πολύ τις προμήθειες παρά αυτόν. Ήταν πολύτιμα η σταφίδα, το αλάτι, το λάδι και τα αναγκαία από την πόλη. Και πίσω ξανά, τρία μερόνυχτα με ξαπόσταμα στα χάνια, παρέα με άλλους ταξιδιώτες. Ομαδικό το ταξίδι για τον φόβο των πεινασμένων λύκων στις παγωμένες του χειμώνα νυχτιές.
Και σαν ταχτοποιήθηκε η οικογένεια στην πόλη, πήραν φωτιά τα χέρια της, πλημύριζε από χαρά το πρόσωπό της. Και σαν καλή νοικοκυρά η κυρα Γιώργαινα τραπέζωνε γενναιόδωρα κάθε Κυριακή τους χωριανούς, φαρμάκι το ξένο ψωμί, το πιο γλυκό αυτό που μοιράζεσαι. Και τότε στα 1932 μπήκε η ιδέα να ανοίξουν το μαγειριό. Για τους εργάτες χωριανούς στην αρχή. Και τους εμπόρους της Γορτυνίας που κατέβαιναν στην ξακουστή λαϊκή της πόλης να ανταλλάξουν τα μήλα και τα κάστανα με σταφίδα, αλάτι, υφάσματα, λάδι.
Και πέρασαν χιλιάδες ψυχές από τούτο το μαγειριό, σβήνοντας πείνα και δίψα, πνίγοντας καημούς και βάσανα. Τρείς γενιές το κράτησαν ζωντανό, έσπειραν την πνοή της δημιουργίας, γήτεψαν πληγές και πένθη, δίδαξαν πολιτισμό. Κι' επέδραμαν καιροί αλύμπιστοι να σβήσουν μνήμες και μαρτυρίες για της ψυχής την αξιωσύνη και τα έργα της.
Πέρασα προχθές και πάλι, μα οι γλάστρες με τα βασιλικά δεν ήσαν πια εκεί. Άνυδροι καιροί για την ομορφιά.
Μουσική:
Στο εστιατόριο που τρών τα συνεργεία, Νίκος Ξυδάκης
11 σχόλια:
Καλημέρα.
Είναι μεγάλη χαρά να ταΐζεις κόσμο. Και να σου λένε ''γεια στα χέρια σου''. Συγκινητικό, μα και δύσκολο. Δεν είναι απλή δουλειά. Δεν είναι σαν τις άλλες. Λίγα χρόνια την κάνω και δεν θέλω να την αφήσω.
Ελπίζω ν΄αντέξω.
Μου άρεσε το κείμενό σου.
Καλημέρα.
Σαν χάνεται η ομορφιά από τη γή, χάνονται και οι Άνθρωποι.
Δεν νοσταλγώ το χθές, ποθώ όμως το γκρέμισμά του να στολίζει πιο πολύ τους ανθρώπους.
Καλό ξημέρωμα από το νησί μου.
Που χάνει την ομορφιά του, αλλά εγώ το αγαπώ.
Καλό μήνα :)
που πήγε η ανθρωπιά μας..??
καλό σου μήνα.
πολύ συγκίνηση... τι υπέροχο κείμενο..γεμάτο αρώματα, ντυμένο αισθήματα.
όμορφο μήνα.
Καλημέρα Δημήτριε,
και Καλή γένα στη βδομάδα.
Μαρία Νι,
Ποιός ξέρει...
ίσως κάποια μέρα δοκιμάσω κάτι από τα χεράκια σου.
Ευχαριστώ
marie,
καλή βδομάδα νάχουμε.
Ευχαριστώ για το αέρινο πέρασμά σου
Κήπε της μελαγχολίας (μου),
νάμαστε πάλι στα γνωστά μας λημέρια...
Όμορφη και φωτεινή η βδομάδα σου
Εκείνη..
είθε η βροχή και ο άνεμος
να ξεπλένουν τη θλίψη μας.
Ευχαριστώ για τα διάβα σου στα μέρη μου.
Δημοσίευση σχολίου