Κόσμος πάει κι' έρχεται στα Σούσα, την ένδοξη πρωτεύουσα του Δαρείου του μεγάλου. Πάει και στην Περσέπολη, αλλά η μεγάλη δυναστεία των Αχαιμενιδών εσχάτως δέχεται στα Σούσα τους εκλεκτούς καλεσμένους της. Ο γνωστός μας Αλκιβιάδης τυχαίνει να είναι ο πλέον τακτικός επισκέπτης της από τότε που ανέλαβε στρατηγός-σύμβουλος στο κράτος των Σπαρτιατών. Ο συχνές επισκέψεις του οφείλονται κατά κύριο λόγο στην εμπάθειά του προς την Αθηναϊκή Δημοκρατία, από την οποία και εξορίσθηκε και έκτοτε του μπαίνει στο μάτι.. Ψάχνει συμμάχους και ερείσματα για να την κατεδαφίσει, αν μπορέσει δε να πουλήσει και τους υπηκόους της δούλους, το δε κράτος του δώρο-λάφυρο στον Κύρο τον νεώτερο, μετατρέποντας όλα τα ελληνικά κράτη σε σατραπείες.
Η ιστορία σας είναι γνωστή όπως και το τέλος του Αλκιβιάδη. Εκτελέσθηκε κατευθυνόμενος προς την αυλή του Αρταξέρξη, αφού για μία ακόμη φορά είχε γίνει κωλο-τούμπας, προδίδοντας τη συμμαχία Σπαρτιατών και Κύρου στον Αρταξέρξη. Ο Αλκιβιάδης ήταν το τελευταίο γνωστό μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας των Αλκμεωνίδων. Δεν μπόρεσε να τον σώσει ούτε η βιβλική Εσθήρ, όπως παληότερα είχε σώσει κάποιους άλλους Ιουδαίους από τη γενοκτονία. Στην γενέτειρά του έγινε μισητός για τους αδέξιους χειρισμούς του κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο αλλά και για την προδοσία του και τη λιποταξία του στη Σπάρτη. Στα νέα αφεντικά του έγινε επίσης μισητός για τις προδοσίες του και τις δόλιες τακτικές του.
Τέλος καλό ; Όχι ! Γιατί η θεά Φράους έχει πάντα πολλούς εραστές και έτσι τα ταξίδια στα Σούσα εσχάτως πληθύνονται. Τόσο πολύ που ο Αρταξέρξης, ο νέος Σάχης του κράτους των Αχαιμενιδών, αποφάσισε να ανοίξει πρεσβεία σε προάστειο των Αθηνών, το Φάληρο. Εκεί πλέον συνωστίζονται οι καλοθελητές της αυτοκρατορίας. Όρισε μάλιστα και τον ανθύπατο Παπαχειλάδη, έμπιστο άνθρωπό της, να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις της στη σατραπεία των Αθηνών.
Εγώ όμως θα επανέλθω ξανά στο μύθο του Αλκιβιάδη, από τον οποίο φαίνεται δεν διδάχθηκε κανείς, ούτε ο κύριος Χρύσανθος, ο μέγα-σύμβουλος του υποψήφιου σατράπη στη Δημοκρατία των Αθηνών.
Γι' αυτό θα του θυμίσω ένα αρχαίο τραγούδι για την πανέμορφη κόρη Σούσα της Κρήτης που χρωστούσε το όνομά της στο μεγαλείο της πρωτεύουσας των Αχαιμενιδών.
Ένα πρωΐ με το δροσό π’ ανοίγει το λουλούδι,
αφιγκραστείτε να σας πω της Σούσας το τραγούδι.
Η Σουσανιώ ήταν όμορφη της Κρήτης το καμάρι,
κι αγάπα’ε τον Σαρήμπεη το πρώτο παλικάρι.
Ένα πρωΐ σηκώνεται στην κλίνη της καθίζει,
και με το χρυσομάντηλο τα δάκρυα σκουπίζει.
Κι η μάνα της την ερωτά κι ο κύρης της λέει,
-Τι έχει το Σουσανάκι μου που κάθεται και κλαίει.
-Όνειρο είδα μάνα μου πικρό φαρμακωμένο,
πως ήρθε τ’ αδερφάκι μου σπαθί ξεγυμνωμένο.
-Όνειρο είναι Σούσα μου κι όνειρο θα περάσει,
κι εσένα τ’ αδερφάκι σου στα ξένα θα γεράσει.
Στα ξένα και στην ξενιτιά εκείθι που γυρίζει,
ή άγρια θεριά τον έφαγαν ή άλλος πασάς τ’ ορίζει.
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα που οι πετεινοί λαλούσαν,
ακούει την πόρτα να χτυπά και κονταροχτυπούσαν.
-Έλα Σούσα μου κι άνοιξε γιατ’ είμαι κουρασμένος,
και από τον δρόμο τον πολύ είμαι βαλαντωμένος.
-Σήκω Σαρημπεάκι μου σήκω να πας στο Κάστρο,
γιατ’ ήρθε τ’ αδερφάκι μου φοβούμαι μη σε χάσω.
Σηκώθ’ η Σούσα κι άνοιξε βλέπει τον αδερφό της,
λιγοθυμιές την έπιασαν και κόντυνε το φως της.
Σκίτσο με τη "βοήθεια" του Γ. Ιωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου