Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Το ποτάμι φουσκώνει, τα αναχώματα υποχωρούν..

Αν ο φόβος των μελλουμένων απέδραμε 
από τα κάτωχρα σκοτεινά πρόσωπά τους, 
χθές τη νύχτα, θα επανέλθει σαν Τρόμος 
στο Πρώτο Φώς της Επόμενης Ημέρας.
Άρατε πύλας..  (Πέμπτη, 27 Οκτωβρίου)  





..και επανήλθε ο φόβος σαν Τρόμος, χθές, ανήμερα του ΟΧΙ..


Αυτοί που φυγάδευσαν το ΟΧΙ από το νού και τις σκέψεις των, φυγαδεύτηκαν από τις εξέδρες, μακρυά από το αγριεμένο πλήθος, των ..αναρχικών. Σαν να ακούω την ΥΕΝΕΔ του Ζουρνατζή, μέρες του '73.

Ούτε μια μέρα δεν κράτησαν οι παράτες του νέου θριάμβου, η σαμπάνιες ξύδιασαν στα κρυστάλλινα ποτήρια, το χαβιάρι σάπισε καθισμένο στο λαιμό τους. Και χθές στις εξέδρες άφησαν λεκέ τις ευωχίες του προχθεσινού θριάμβου των.

  και ..ούτε ένας από τους Απέναντι - από τις εξέδρες - δεν συμμερίσθηκε την αγωνία Τους για τη σωτηρία μας, 
 αντίθετα, ήταν χιλιάδες οι προσαχθέντες από την ανοχή και τη μέχρι χθές σιωπή τους, στο χορό των κολασμένων. Γιατί τα έργα των σφετεριστών της χώρας, πληθαίνουν τις στρατιές των υπερασπιστών της χώρας.   
   που με ιταμό θυμό και πύρ θέλησαν χθές να εξοπλίσουν τη γύμνια τους. Και ίσως και με κάποια προβοκάτσια αύριο να θελήσουν να δρέψουν δικαίωση..

Αλλά ο Τρόμος κάπως νωρίτερα αρχίζει και εγκαθίσταται πάνω στα πάλαι ποτέ αλαζονικά πρόσωπά τους..
  Και είδαν με τα μάτια τους, το ποτάμι να φουσκώνει και δεν πίστευαν, τα μάτια τους. Μα εκεί που έφθασε ο Οιδίποδας ποτέ δεν θα φθάσουν,

  αλλά, καθηλωμένοι στους μαρμάρινους θρόνους των θα ασελγούν και θα υβρίζουν. Όσο τα χέρια τους υπακούουν στα κεφάλια τους, όσο η γλώσσα τους  μπορεί να εκφωνεί τα υπαγορευθέντα διαγγέλματα των χορηγών τους.



...Και κόντευε να νυχτώσει όταν διέταξε η πολιτοφυλακή να εκκενώσουμε την πόλη. Μαζέψαμε τα πιο πολύτιμα και ξεκινήσαμε για τα βόρεια, από κει που κατέβαινε το ποτάμι, κουβαλώντας τη μαύρη λάσπη των ορυχείων και την καταστροφή. Πήραμε το μονοπάτι δίπλα στις λεύκες και βαδίζαμε σκυφτοί. Πάνω στους ώμους μας τα μικρά παιδιά, καβάλα στα παιδιά τα ελάχιστα υπάρχοντά μας, αυτά που μας επέτρεψαν να πάρουμε μαζί μας. Λίγο νερό, λίγο ψωμί και κρυφά τυλιγμένα τα κειμήλια του σπιτιού, κανένα καπίκι και χρυσαφικό.
Ώσπου αφήσαμε και τις τελευταίες γειτονιές της πόλης. Μπροστά μας απλώνονταν πια το σκοτάδι της στέπας. Βλέπαμε το ποτάμι να παίζει μαζί μας το παιγνίδι του θανάτου. Δίπλα του και δίπλα μας εργάτες και στρατιώτες πάλευαν να σηκώσουν τα αναχώματα, κουβαλώντας πέτρες, ξύλα, γή και ό,τι άλλο έβρισκαν μπροστά τους. Κάθε τους κίνηση, φαίνονταν καταδικασμένη, το ήξεραν αυτοί το ξέραμε και εμείς.
Πλησίασα μια λεύκα αγκάλιασα τον κορμό της και είπα στην Τατιάνα 
να απλώσει το χεράκι της και να σκαρφαλώσει στα κλαριά της.
Και κείνη τη στιγμή φτερούγισαν τα κουρνιασμένα στη λεύκα πουλιά 
πετώντας πέρα μακρυά και αφήνοντάς μας μόνους στην όχθη του θανάτου...

Σημειώσεις για ένα μυθιστόρημα
Γεβγένι Σιμολλένκο



Πίνακας Χωρίς Φόβο 
Ηorace Cornflake

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

επισκέψεις

IP Widget For Website