και ο ενικός των ρημάτων
δεύτε πόμα πίωμεν καινόν,
ουκ εκ πέτρας αγόνου τερατουργούμενον...
Ιωάννου Δαμασκηνού, Κανών του Πάσχα, Ειρμός 2ης ωδής.
Σέρνεται η ψυχή από το νού. Εκείνος ψάχνει λέξεις να βρεί, να φυλακίσει μέσα τους ευχές. Κι' εκείνη τ' απλώνει το χέρι, σ' άβγαλτα μη χαθεί μονοπάτια, στην κόλαση απατηλών καθρεφτισμάτων που έχτισεν μη βυθιστεί, από γκρεμούς τον τραβά κι' απατηλές οάσεις. Και θαρρεί πως σε μια του χρόνου στιγμή, σπόρος θα πέσει στη γή και άνθος θα μοσχοβολήσει μέσ' από τις πέτρες της. Τ' άνθος που τρέχει ο νούς να πετροβολήσει κάθε φορά που κείνο του χαμογελά.
Τούτη την Άνοιξη, άποροι μες στην απορία μας για το χθές, της κερασιάς μαραμένα τα κλαριά, κάθε ευχή γίνεται θρήνος,
η ζωή εν τάφω...
τούτη την πληγωμένη Άνοιξη...
ταξίδια ανεκπλήρωτα αραδιάζονται στο σεντούκι των πόθων, αναλαμπές που πια ματώνουν τη σκέψη, αφυδατώνουν την ψυχή, αφοπλίζουν το σώμα. Πικρίζει η γλώσσα ακόμη και με το μέλι των λουλουδιών, στην πόρτα της ψυχής αρχοντεύουν των σκοταδιών οι πτυχές. Της ψυχής ο υδροφόρος ορίζοντας κατεβαίνει, κάποτε ανέβλυζε πάνω στη γή, ρυάκια και ποτάμια που θαρρούσες πως θάταν μονοπάτια ταξιδιών.
τούτη την πληγωμένη Άνοιξη...
σκάβουμε με ματωμένα δάκτυλα να πιούμε νερό, να νίψουμε τα πρόσωπά μας, ματώνεται η γή, ματαιώνονται η μια μετά την άλλη οι προσδοκίες, ανεκπλήρωτες λιάζονται ανυποψίαστα στο φώς του ήλιου. Αγκιστρωμένα στο νού ερωτηματικά που περιμένουν απάντηση, γρίφοι σε πλειστηριασμό που περιμένουν μειοδότη, αόριστες προσδοκίες ξεθαμμένες από τη μέθεξη σε μια απειρότητα.
και,
καταφεύγουμε στην προστασία της λήθης, παίζοντας σ' επιτραπέζια παιγνίδια των κυπαρισιών τ' ανάλαφρό τους λίκνισμα, στρώνοντας στη δίνη των αντιθέσεων μικρά-μικρά τα κομμάτια μας, καθένα τους πιόνι εχθρικό και φιλικό μαζί. Πως να ενωθούν αντιπαλεύοντας, πως να χαραχθεί η εκβολή στο απέραντο του ορίζοντα.
Ο χρόνος δεν γιατρεύει τις πληγές, απλά τακτοποιεί σε οστεοφυλάκια εικόνες που προσκυνήθηκαν σ' έρημα ξωκκλήσια στο φώς ενός καντηλιού που δεν θάσβηνε ποτέ. Ήταν ιεροτελεστία το δεύτε λάβετε φώς, το μοίρασμα της ιλαρότητας. Ύστερα, απαυγάσματα ειδώλων θάμπωσαν τη φλόγα, παγωμένο νερό στο σώμα οι εκχυμώσεις πόθων αλλοτρίων και αθέσμων συλλογισμών.
Σφραγίστηκαν οι πόρτες της ψυχής, στα ψέματα κρύφτηκε η κυνηγημένη αλήθεια. Κουτσουρεμένες οι αισθήσεις, ποδοπατημένα τα αυτονόητα, που παραμερίστηκαν να κυλίσει ο χρόνος πάνω σε ράγες από κάρβουνο. Ύβρις τ' άλεσμα του χρόνου, το φυλάκισμα της ευχής, τ' ασβέστωμα πάνω στην τοιχογραφία της ζωής, πάνω στη μυστηριακή υφή των συμβόλων.
Αντωνυμία το εγώ που έγινε πρόσωπο, ουσιαστικό και προστακτική ζωής. Μα τούτη η πληγωμένη Άνοιξη του ζητά επίμονα τη θυσία, διεκδικεί από το τίποτα το σπόρο της. Ομνύοντας στην αλήθεια των ψεμάτων της ικετεύει τη λήθη να παραμερίσει, τις μνήμες ν' αναστηθούν στο φώς των ρημάτων τους. Να ανασάνουν οι πληγές τους στον αέρα της ματαιωμένης κατάδυσης στον αληθινό μας βυθό, τα ρήματά μας να ακονίζονται στο δρόμο για την ανάδυση.
Ευχή ζωγραφισμένη σε μουσαμά κάτισχνης βεβαιότητας,
το ημέρεμα της θάλασσας ας καλοδεχτεί τα κορμιά μας
τα πληγωμένα άνθη της κερασιάς ας δώσουν τους καρπούς.